- αρχινοσοκόμος
- ο , η1) старший фельдшер; старшая медсестра; 2) воен, старшина медслужбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρχινοσοκόμος — ο θηλ. α ο προϊστάμενος των νοσοκόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)